- ασχολίαστος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός για τον οποίο δε γράφτηκαν ερμηνευτικά υπομνήματα, σχόλια: Έχω τον Ηρόδοτο, αλλά ασχολίαστο.2. αυτός που δεν επικρίθηκε, δεν έγινε πλατιά συζήτηση: Η συμπεριφορά του στη διάρκεια της δικτατορίας κατάφερε να μείνει ασχολίαστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.