ασχολίαστος

ασχολίαστος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός για τον οποίο δε γράφτηκαν ερμηνευτικά υπομνήματα, σχόλια: Έχω τον Ηρόδοτο, αλλά ασχολίαστο.
2. αυτός που δεν επικρίθηκε, δεν έγινε πλατιά συζήτηση: Η συμπεριφορά του στη διάρκεια της δικτατορίας κατάφερε να μείνει ασχολίαστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ασχολίαστος — η, ο 1. αυτός που δεν συνοδεύεται από σχόλια ή από ερμηνευτικό υπόμνημα 2. αυτός για τον οποίο δεν έγινε δημόσια κρίση ή συζήτηση 3. εκείνος εις βάρος του οποίου δεν έγιναν σχόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σχολιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1761… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”